- τρίκοχος
- η , ο [о;, ον] 1. треугольный;
τρίκοχο καπέλλο — треуголка;
2. (τό ) треуголка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρίκοχο καπέλλο — треуголка;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρίκοχος — και, δ. γρφ., τρίκωχος, η, ο, Ν αυτός που έχει τρεις γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίκογχος. Για την απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος γχ σε χ , πρβλ. κόγχη: κόχη] … Dictionary of Greek
τρίκοχος — η, ο αυτός που έχει τρεις γωνίες (κόχες), τρίγωνος: Τρίκοχο πηλήκιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίκωχος — η, ο, Ν βλ. τρίκοχος … Dictionary of Greek
Λάπωνες — (λαπ. Saami). Εθνολογική ομάδα που αποτελείται από ανθρώπους που κατοικούν στο απώτατο βόρειο άκρο της ευρωπαϊκής χερσονήσου, στην ιστορική γεωγραφική περιοχή της Λαπωνίας (βλ. λ.). Πιο συγκεκριμένα, οι Λ. κατοικούν στο βόρειο τμήμα της… … Dictionary of Greek
τρίκωχος — η, ο βλ. τρίκοχος, η, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)